ἀξιοπρεπῶς

ἀξιοπρεπῶς
ἀξιοπρεπής
proper
adverbial (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εύσχημος — η, ο (Α εὔσχημος, ον) αυτός που έχει ωραίο σχήμα, ευπρεπή εμφάνιση, ο κόσμιος νεοελλ. αυτός που είναι επιφανειακά δικαιολογημένος, ο ευλογοφανής («εύσχημη άρνηση»). επίρρ... ευσχήμως (Α εὐσχήμως) με τρόπο εύσχημο, ευπρεπώς, αξιοπρεπώς νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • λαμπρός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. * * * ή, ό, θηλ. και ά (AM λαμπρός, ά, όν, θηλ. και ή) 1. αυτός που λάμπει, λαμπερός, φωτεινός, ακτινοβόλος (α. «ο ήλιος είναι σήμερα λαμπρός» β. «ἦν …   Dictionary of Greek

  • ԱՐԺԱՆԱՎԱՅԵԼՉԱՊԷՍ — ( ) NBH 1 0356 Chronological Sequence: 6c, 12c մ. ἁξιοπρεπῶς digne, decore Ըստ արժանւոյն վայելչապէս. արժանաւոր պատուով. *Արժանավայելչապէս զաստուածութիւնն դգովեցին. Փիլ. նխ. ՟բ.: *Արժանավայելչապէս աստ հատուցանէ Աստուածոյ զօրհնութիւնն. Լմբ. սղ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”